«Στις γυναίκες του Ουίλιαμς, βρίσκει κανείς την κόρη του, τη μάνα του, την αδερφή του, αλλά κυρίως τον ίδιο του τον εαυτό. Στο «Τριαντάφυλλο στο στήθος» παρακολουθεί την πορεία της Σεραφίνας ντέλλε Ρόζε προς την αυτογνωσία. Μέσα από διαδρομή δραματουργικά απρόσμενη –σχεδόν προβληματική – μέσα από το σκοτάδι κι απ’ το φως της, μια γυναίκα παλεύει να επιβιώσει συναισθηματικά και έρχεται αντιμέτωπη με τον δικό της προσωπικό και εξατομικευμένο εχθρό. Με τον δικό της «Κιθαιρώνα». Με τον εαυτό της.» δηλώνει ο Γιωργής Τσουρής εξηγώντας τι τον γοήτευσε για να σκηνοθετήσει αυτό το έργο (news247.gr, Συνέντευξη: Γεωργία Οικονόμου).

Η Σεραφίνα ντέλλε Ρόζε, μια πληθωρική Ιταλοαμερικανίδα που ζει στη συνοικία των Ιταλών μεταναστών στη Λουιζιάνα της Αμερικής και εργάζεται ως μοδίστρα, χάνει ξαφνικά τον σύζυγό της, Ροζάριο, σε τροχαίο ατύχημα. Μια απώλεια που θα τη βυθίσει στο πένθος, αλλά και θα την αφυπνίσει όσον αφορά την κρυφή ζωή του ανδρός της. Τη ζωή της θα φωτίσει ξανά η παρουσία του Αλβάρο Μαντζακαβάλλο – ενός άνδρα κάπως αγαθού και ανέμελου, ο οποίος οδηγεί κι αυτός φορτηγό, όπως ο αποθανών. Η Σεραφίνα προσπαθεί αρχικά να συγκρατήσει τις επιθυμίες της σάρκας, αλλά τελικά θα ανταποκριθεί πρόσκαιρα στον έρωτα του Αλβάρο, μετά την επιβεβαίωση ότι ο μακαρίτης σύζυγός της την απατούσε με την Εστέλ. Στο τέλος, βλέπουμε τη Σεραφίνα να ανακτά τη γοητεία και το θάρρος της, έτοιμη να ξαναβγεί στην πραγματική ζωή.
Το πληθωρικό «Τριαντάφυλλο στο στήθος» του Τένεσι Ουίλιαμς έρχεται να τοποθετηθεί πάνω στο θέμα της απώλειας και της διαχείρισής της, της πατριαρχίας, αλλά και της γυναικείας επιθυμίας. Πρόκειται για ένα έργο που αναδεικνύει πώς μια καταρρακωμένη γυναίκα ξαναστέκεται στα πόδια της σε μια κοινωνία έτοιμη να την κατασπαράξει· μια κοινωνία που τη βάζει συνεχώς σε δεύτερη μοίρα, χωρίς να αναλογίζεται τις ανάγκες της. Παράλληλα, τονίζει τον τρόπο με τον οποίο η ψευδαίσθηση που δημιουργούμε στο μυαλό μας καλύπτει τα τρωτά σημεία των άλλων και, στην πραγματικότητα, μας βάζει σε έναν συναισθηματικό λήθαργο.

Η Μαρία Καβογιάννη σκιαγραφεί μια γυναίκα δυναμική, αρχοντική, δωρική και απόλυτα αφοσιωμένη στα πιστεύω της. Με αυτόν τον τρόπο, καταφέρνει να προσφέρει στον θεατή μια πολύπλευρη προσέγγιση της εμβληματικής ηρωίδας του Τένεσι Ουίλιαμς. Ο Μάκης Παπαδημητρίου ερμηνεύει με αθωότητα τον ρόλο του Αλβάρο, δημιουργώντας έναν άβγαλτο και κωμικό άνδρα, ο οποίος έχει ανάγκη τη γυναικεία συντροφιά. Η Ζώγια Σεβαστιανού, ως Ασσούντα, ενσαρκώνει μια φιγούρα οικεία, λαϊκή και προσγειωμένη στην πραγματικότητα, δίνοντας έναν γήινο τόνο στο έργο. Ο Φοίβος Ριμένας δημιουργεί έναν Πατήρ ντε Λέο δύστροπο και προσκολλημένο στις παραδόσεις. Η Τόνια Μαράκη ενσαρκώνει μια Ρόζα που φέρει την απαιτούμενη παιδικότητα και επιμονή, που φτάνει τα όρια μιας χαριτωμένης παιδικής υστερίας. Πολύ καλοί στους συμπληρωματικούς ρόλους είναι: η Βάλια Παπακωνσταντίνου ως αινιγματική Εστέλ, η Ορνέλα Λούτη ως κουτσομπόλα και υστερική Φλώρα, ο Στρατής Χατζησταματίου ως ντροπαλός Τζακ και η Κατερίνα Μεφσούτ ως χαριτωμένη Τερέζα.

Η γεμάτη ανοιχτά χρώματα και προσεγμένη αισθητικά σκηνογραφία του Σάκη Μπιρμπίλη και τα όμορφα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ αποπνέουν ένα αίσθημα ξεγνοιασιάς ενός πρώτου έρωτα ή ενός αθώου φιλιού – στοιχεία τα οποία παίζουν ζωτικής σημασίας ρόλο στον δεύτερο μέρος της παράστασης, όπου γεννιέται η σπίθα μεταξύ της Σεραφίνας και του Αλβάρο.
Η ανάγνωση του Γιωργή Τσουρή, εστιάζοντας στο στοιχείο της ηθογραφίας και της αθωότητας των χαρακτήρων, καθώς και στο χιούμορ των προσώπων μας προσφέρει μια αισιόδοξη προσέγγιση του έργου, παραμελώντας πολλές φορές τις εσωτερικές συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα στο ψυχικό κόσμο των ηρώων. Ειδικά στην περίπτωση του Αλβάρο θα έπρεπε να περιορίσει σε κάποιο βαθμό το κωμικό στοιχείο, αναδεικνύοντας ευρύτερα μια πιο εύθραυστη και συναισθηματική πλευρά του. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η ιδέα με τους ανθρώπους που περπατούν έξω από τα παράθυρα του σκηνικού σε συγκεκριμένες στιγμές του έργου, θυμίζοντας ελαφρώς σκηνικό ελληνικής ταινίας και διατηρώντας την σκηνική δράση, αλλά και το τέλος που βρίσκει την Μαρία Καβογιάννη στη μέση της σκηνής να κοιτάζεται σε ένα καθρέφτη περήφανη δείχνοντας ότι έχει ξανακερδίσει την ζωή της.
Συμπερασματικά, οι πολύ καλές ερμηνείες (με τη Μαρία Καβογιάννη να ξεχωρίζει), σε συνδυασμό με την αισιόδοξη, αλλά σε κάποιο βαθμό επιφανειακή, προσέγγιση του Γιωργή Τσουρή, δημιουργούν μια εύρυθμη παράσταση, στην οποία το κωμικό στοιχείο περιορίζει την εξερεύνηση στα ενδότερα της ψυχής των ηρώων.


