«Το γεγονός ότι αναδεικνύει τους μηχανισμούς που στηρίζουν και εκτρέφουν τον φασισμό. Μηχανισμούς τους οποίους δημιουργεί και συντηρεί το ίδιο το σύστημα. Το έργο είναι μια αλληγορία που εξηγεί την άνοδο του Χίτλερ και την εφιαλτική εξάπλωση του φασισμού σε όλη την Ευρώπη. Ο Μπρεχτ παρουσιάζει την άρρηκτη σχέση ενός διεφθαρμένου συνόλου πολιτικών, δημοσιογράφων και επιχειρηματιών με τον αρχηγό των γκάνγκστερ Αρτούρο Ούι (Χίτλερ) και τη συμμορία του. Τα δύο σύνολα προελαύνουν χέρι χέρι, ανοίγοντας τον δρόμο για την άνοδο του νέου δικτάτορα, καθώς βεβηλώνουν το αξιακό σύστημα μιας ολόκληρης πόλης.» δηλώνει ο Άρης Μπινιάρης, ο σκηνοθέτης της παράστασης, όσον αφορά τα στοιχεία που τον γοήτευσαν στην μακάβρια φάρσα του Μπέρτολτ Μπρεχτ (koutipandoras.gr, Συνέντευξη: Ηλέκτρα Ζαργάνη).

Η παρακμή της πόλης και το σε ύφεση εμπόριο κουνουπιδιού δημιουργούν μια συνθήκη όπου η πείνα και η φτώχεια οδηγούν στην εξαγρίωση και τη βία. Τώρα, το έγκλημα και η αναρχία έχουν γίνει μια εφιαλτική καθημερινότητα, η οποία καταπίνει ολοένα και περισσότερο τα απαθή μέλη μιας κορεσμένης κοινωνίας, που βλέπουν την καταστροφή στο κατώφλι τους. Την αναταραχή αυτή εκμεταλλεύεται ένας άξεστος συμμορίτης ο Αρτούρο Ούι, ο οποίος αυτοανακηρύσσεται εκπρόσωπος των ανυπεράσπιστων και απελπισμένων πολιτών, σπεύδοντας ταυτόχρονα να συνεργαστεί με το Τραστ Κουνουπιδιού και χρησιμοποιώντας την τιμιότητα και της ηθική εικόνα του γερο-Ντόγκσμπαροου σαν βιτρίνα προκειμένου να τον εμπιστευτούν. Αυτό που θα ακολουθήσει ξεπερνά τα όρια του χάους. Κανένας πλέον δεν πρόκειται να είναι ασφαλής και όλοι θα πρέπει να περιμένουν από στιγμή σε στιγμή μια σφαίρα να διαπεράσει το κεφάλι τους, σε μια πόλη όπου οι νόμοι και η δικαιοσύνη έχουν καταλυθεί και η τρομοκρατία «φλερτάρει» με τη θεμελιώδη έννοια της δημοκρατίας.
Η γκροτέσκο «Άνοδος του Αρτούρο Ούι» του Μπέρτολτ Μπρεχτ μας εμβολίζει με μια σωρεία ερωτημάτων σχετικά με την αγριότητα της ανθρώπινης φύσης, το κατά πόσο η υποταγή αποτελεί επιλογή ή ανάγκη επιβίωσης όταν ο υπόλοιπος κόσμος αδυνατεί να επαναστατήσει, τον αλληλοσπαραγμό, καθώς και τον τρόμο των ανθρώπων μπροστά στον εφιάλτη του ναζισμού. Ένα έργο το οποίο μας γεννά την απορία, σε τι βαθμό ευθυνόμαστε τελικά εμείς για την δημιουργία αυτών των τεράτων και πόσο η αμέλεια για τον διπλανό μας μπορεί να αποβεί μοιραία. Μια σατιρική αλληγορία που ισορροπεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον σουρεαλισμό, αποκαλύπτοντας τη φρίκη που κρύβει ο άνθρωπος και τον ρόλο που παίζει το πρόσφορο περιβάλλον στην εκδήλωσή της.

Ο Γιώργος Χρυσοστόμου οικοδομεί έναν Αρτούρο Ούι απολίτιστο, καμπουριασμένο και χονδροειδή, που
σταδιακά μεταμορφώνεται σε έναν ισχυρό δυνάστη που στέκεται ευθυτενής και και με προσεγμένο χειριστικό λόγο πείθει τον έναν μετά τον άλλον για την αξιοπιστία του, ανοίγοντας αργά αλλά μεθοδικά
τις πύλες της κολάσεως. Ένα τέρας βγαλμένο από κάποιο σιχαμερό υπόνομο, αφανές αλλά υπαρκτό, που θέλησε να μας υπενθυμίσει την άλλοτε διακριτική, αλλά τώρα πια γιγάντια παρουσία του. Μια δωρική φιγούρα, έτοιμη να διαπράξει κάθε είδους έγκλημα, προκειμένου να χορτάσει την ακόρεστη δίψα του για εξουσία, για αίμα και για εκδίκηση απέναντι σε μια κοινωνία που δεν κατάλαβε ποτέ τις ανάγκες του και την οποία είναι έτοιμος να χτίσει ξανά με τους δικούς του φρικαλέους κανόνες. Φυσικά, η επιβλητική παρουσία του Γιώργου Χρυσοστόμου υποστηρίζεται άψογα από τις άρτιες ερμηνείες των Μιχάλη Βαλάσογλου, Θανάση Ισιδώρου, Άρη Κασαπίδη, Τάσου Κορκού, Κώστα Κορωναίου, Δαυίδ Μαλτέζε, Ερρίκου Μηλιάρη, Μάριου Παναγιώτου, Μαρίας Παρασύρη, Αλεξίας Σαπρανίδου και Φοίβου Συμεωνίδη. Ειδική αναφορά θα ήθελα να κάνω στην ερμηνεία της Μαρίας Παρασύρη, η οποία παραμένοντας στο δυστοπικό σύμπαν του Μπρεχτ, κατορθώνει μέσα σε ένα βλέμμα να συνοψίσει τόσο την παραίτηση του ανθρώπου απέναντι στην επερχόμενη καταιγίδα της φρίκης όσο και την συνενοχή στο απόλυτο κακό, ένα βλέμμα ουσιαστικό, το οποίο μένει χαραγμένο στην ψυχή του θεατή.

Η σκηνογραφία, παραπέμποντας σε παρακμασμένη προβλήτα λιμανιού και τα ρεαλιστικά κοστούμια (Πάρις Μέξης), συμπληρώνεται άριστα μέσα από το απόλυτα συγχρονισμένο και έξαλλο «σόου» των συντελεστών, το οποίο οφείλεται τόσο στην αινιγματική κινησιολογία και τις εύστοχες χορογραφίες της Χαρά Κότσαλη όσο και στους μπλε ψυχρούς φωτισμούς της Στέλλας Κάλτσου.
Το σύμπαν που δημιουργεί ο Άρης Μπινιάρης μας παρασέρνει στις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρωπότητας, όπου τα ωχρά λευκά πρόσωπα μας προσκαλούν σε ένα θέαμα πλούσιο σε εμπειρίες και εικόνες αποτροπιασμού. Αξιοποιώντας όλα τα μέσα στο έπακρο, δίνει μια απόκοσμη και γκροτέσκο όψη στην εφιαλτική φάρσα του Μπρέχτ, όπου τα παραμορφωμένα πρόσωπα προδίδουν την δυστυχία που απλώνεται σαν πανούκλα πάνω από την πόλη. Αυτό που κρατάω είναι η σκηνή όπου ο Αρτούρο Ούι υψώνοντας το χέρι του, καλεί την μάζα να τον ακολουθήσει, λαμβάνοντας ως απάντηση μια ανάλογη χειρονομία στην οποία άλλοι προβαίνουν από φόβο και άλλοι επειδή πιστεύουν στα ιδανικά αυτού του αρρωστημένου κτήνους. Πολύ δυνατή στιγμή της παράστασης αποτελεί η τελευταία σκηνή, στην οποία ο Αρτούρο Ούι φαίνεται να παθαίνει κάτι σαν κρίση πανικού, παγιδευμένος πια στην τραγωδία που ο ίδιος δημιούργησε.
Συμπερασματικά, πρόκειται για μια άρτια αισθητικά απόδοση του φαρσικού κόσμου του Μπρέχτ από τον Άρη Μπινιάρη, με έναν Γιώργο Χρυσοστόμου άκρως επιβλητικό στον ρόλο του καταδυναστευτικού Αρτούρο Ούι.


