«Μου είχε φανεί υπερβολικό με όλους αυτούς τους σκοτεινούς ήρωες, ίσως και υπερεκτιμημένο. Η δεκαετία του ’60 ήταν μια καθαρά ιδεαλιστική εποχή, είχε τους χίπηδες, τον Μάη του ’68. Λυπάμαι που δικαιώθηκε ο Ντοστογιέφσκι για την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους.» δηλώνει ο Δημήτρης Πιατάς όσον αφορά την πρώτη επαφή του με το έργο όταν ήταν έφηβος (kathimerini.gr, Συνέντευξη: Ξένια Γεωργιάδου).

Ένας άνθρωπος αποτραβηγμένος από τον πολύβουο κοινωνικό βίο, σε ένα σκοτεινό, ανήλιαγο υπόγειο, μονολογεί, σε μια προσπάθεια να ανακαλύψει μια χαραμάδα που θα του επιτρέψει να δραπετεύσει από την αβάσταχτη μοναξιά του. Ο αντισυμβατικός αυτός χαρακτήρας, που φάσκει και αντιφάσκει αμφισβητώντας την κάθε σκέψη του και τοποθετώντας την αμφιβολία ως όπλο προκειμένου να εξερευνήσει τους πιο αφιλόξενους διαδρόμους του ανθρώπινου μυαλού, θα εμπλουτίσει τον συναισθηματικό του κόσμο μετά τη συνάντησή του με την νεαρή πόρνη Λίζα. Η παρουσία της Λίζας στη ζωή του θα οδηγήσει στην ανάδυση της τρυφερότητας του ήρωα, ενώ ταυτόχρονα θα επωφεληθεί και η ίδια από την επιρροή τού, καθώς ο ήρωας θα προσπαθήσει να την πείσει να εγκαταλείψει το πεζοδρόμιο, σε μια σύντομη αναλαμπή αισιοδοξίας του. Όμως, οι αυτοκαταστροφικές τάσεις του ήρωα επιστρέφουν και σκοτώνουν οποιοδήποτε ευγενικό αίσθημα, βυθίζοντας τα δύο περιθωριακά στοιχεία και πάλι στον βάλτο της απελπισίας.
Το φιλόδοξο «Υπόγειο» σε θεατρική απόδοση του Πάνου Αγγελόπουλου, επιλέγοντας να μας παρουσιάσει μόνο το δεύτερο μέρος του κειμένου του Ντοστογιέφσκι, αφήνει πίσω ένα μεγάλο μέρος των συμπλεγμάτων κατωτερότητας του χαρακτήρα που παρουσιάζονται πιο έντονα στο πρώτο μέρος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δημιουργεί μια φιγούρα που μερικές φορές αναφέρεται σε γεγονότα που δεν γνωρίζουμε, γεγονός το οποίο δημιουργεί κενά όσον αφορά τις αιτίες που έφεραν τον κεντρικό χαρακτήρα στην εκάστοτε συναισθηματική κατάσταση. Με λίγα λόγια, η θεατρική απόδοση δεν καταφέρνει να μας μεταφέρει την ευαισθησία και τον εγκλωβισμό αυτού του ανθρώπου στην ασχήμια και την κακοήθεια ενός κόσμου που τον αντιμετωπίζει σαν ένα αόρατο ενοχλητικό σκουπίδι, αλλά να μας φανερώσει και την ταπείνωση που έχει δεχτεί αυτός ο άνθρωπος.

Ο Δημήτρης Πιατάς αποδεικνύει για άλλη μια φορά πόσο «ιδρώνει τη φανέλα» πάνω στη σκηνή. Αξιοποιώντας ένα πλήθος τονικών αυξομειώσεων και εκφράσεων, καταδύεται στην αυτοκαταστροφική άβυσσο μέσα στην οποία κατοικεί αυτός ο άνθρωπος, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει σε μερικές αχτίδες ευαισθησίας να φανερώσουν την εύθραυστη πλευρά του. Ο Κωνσταντής Ζημιανίτης, έχοντας δώσει την κατάλληλη ροή στον λόγο του και χρησιμοποιώντας έναν μπάσο τόνο, εξυπηρετεί ικανοποιητικά τον ρόλο του αφηγητή. Αντιθέτως, η Κατερίνα Μισιχρόνη φαίνεται να μην έχει εξοικειωθεί απόλυτα με το κείμενο, γεγονός το οποίο φαίνεται κυρίως από τον αφύσικο τονισμό των φράσεων σε ορισμένα σημεία, δίνοντας μια άκαμπτη ερμηνεία χωρίς ιδιαίτερες κορυφώσεις.

Η επιλογή του διαχωρισμού της σκηνής στον χώρο του υπογείου και του δωματίου της Λίζας από τον Γιάννη Ζημιανίτη, θυσιάζει την αισθητική και την κομψότητα στον βωμό της χρηστικότητας. Η αυξημένη ένταση καθώς και η επαναληψιμότητα της μελοδραματικής μουσικής του Δημήτρη Παπαδημητρίου λειτουργούν ανασταλτικά όσον αφορά τόσο το φιλοσοφικό όσο και το ψυχολογικό υπόβαθρο του κειμένου, επισκιάζοντας πολλές φορές τον λόγο των ηθοποιών.
Ο Πάνος Αγγελόπουλος, προσπαθώντας να αποδώσει την απελπισία και την σήψη μιας κοινωνίας που καταρρέει, οδηγείται σε μερικές άστοχες σκηνοθετικές κινήσεις, στις οποίες συγκαταλέγονται η άσκοπη χρήση του video wall και η αμήχανη παρουσία της ομάδας χορού πάνω στη σκηνή. Οι προαναφερθείσες αποφάσεις, σε συνδυασμό με την έλλειψη συγχρονισμού της μουσικής και των φωτισμών, εξασθενίζουν το ενδιαφέρον παρακολούθησης, προκαλώντας ενίοτε μια ελαφριά σύγχυση σχετικά με το περιεχόμενο του έργου. Σκηνοθετικό εύρημα αποτελεί η σκηνή κατά την οποία ο Δημήτρης Πιατάς, βγάζοντας την περούκα του ρόλου του, εκφωνεί έναν μονόλογο για την επικοινωνία και την υποκρισία των σύγχρονων ανθρώπων (μια επικαιροποιημένη εύστοχη προσθήκη στο πρωτότυπο κείμενο του Ντοστογιέφσκι).
Ο Δημήτρης Πιατάς υπηρετώντας άριστα έναν πολυσχιδή συναισθηματικά ρόλο δίνει μια άνιση μάχη με τη διατήρηση του ενδιαφέροντος, που αποδυναμώνεται τόσο από την ελλειμματική θεατρική απόδοση του πρωτότυπου κειμένου του Ντοστογιέφσκι όσο και από ορισμένες σκηνοθετικές υπερβολές που οδηγούν περισσότερο στον μελοδραματισμό παρά στην ανάδειξη του στοχασμού σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη.

Πηγή φωτογραφιών: more.com
Πληροφορίες παράστασης: «Το Υπόγειο» σε θεατρική προσαρμογή του Πάνου Αγγελόπουλου, σε σκηνοθεσία του ίδου στο Θέατρο Βρετάνια
Διαβάστε περισσότερα
-
Ολοκληρώνεται με επιτυχία την Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2026 ο δεύτερος χρόνος παραστάσεων στο Σύγχρονο Θέατρο για τον «Πουπουλένιο» (The Pillowman) του Μάρτιν ΜακΝτόνα σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη. Στη συνέχεια, η παράσταση που κέρδισε το κοινό της Αθήνας και απέσπασε διθυραμβικές…
-
Το έργο «Ο Τύραννος και η κόρη», σε σκηνοθεσία Χριστόφορου Χριστοφή, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών από 13 έως 16 Νοεμβρίου.
-
Η παράσταση «Το Υπόγειο» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, σε σκηνοθεσία Στέργιου Ιωάννου, επιστρέφει πιο ανατρεπτικό και επίκαιρο από ποτέ για ένα δεύτερο κύκλο παραστάσεων από 18 Οκτωβρίου στο Θέατρο Βαφείο – Λάκης Καραλής.




