«Ωστόσο, το κάθε φυσικό στοιχείο σού δίνει δύο δρόμους. Ο ένας είναι να φοβηθείς και να κουκουλωθείς κάτω από ένα πάπλωμα και ο άλλος να έρθεις αντιμέτωπος με το να ανακαλύψεις τον εαυτό σου. Για παράδειγμα, όταν πας ένα ταξίδι στη φύση, αντιλαμβάνεσαι με πόσο λίγα πράγματα είσαι ευχαριστημένος και πόσα λίγα έχεις πραγματικά ανάγκη. Άρα, πώς οι επίπλαστες συνθήκες επηρεάζουν τη ζωή σου. Η φύση πάντα σε φέρνει αντιμέτωπο με το να καταλάβεις το μεγαλείο της ύπαρξής σου.» δηλώνει ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος μιλώντας για την παράσταση και τον συμβολισμό του δάσους (newsbeast.gr, Συνέντευξη: Δήμητρα Ζάρκου).

Ο Νικ και η Ρουθ, περνώντας τη νύχτα στο εξοχικό της οικογένειας του πρώτου, βιώνουν τη σταδιακή αποκαθήλωση της σχέσης τους. Καθώς τα μάγια της νύχτας ξεθυμαίνουν και το σκληρό πρόσωπο της αυγής ξεπροβάλλει απειλητικά, η όρεξη του τέρατος της βίας ξυπνά και οι χαρακτήρες έρχονται σε σφοδρή σύγκρουση. Δύο άνθρωποι που πασχίζουν μάταια να επικοινωνήσουν μέσω των φόβων, της αδηφάγου επιθυμίας και των ρωγμών τους, σε ένα παιχνίδι εξουσίας με τρόπαιο τη μοναξιά.
Το παραισθητικό «Το Δάσος» του Ντέιβιντ Μάμετ, τοποθετώντας τους ήρωες κάτω από το παραπλανητικό σκοτάδι της νύχτας και προσφέροντάς τους το άλλοθι να προβάλλουν ο ένας στον άλλον την εξιδανικευμένη εικόνα που έχουν πλάσει, τους παγιδεύει με μαεστρία στη φύση, περιμένοντας την έλευση του αποκαλυπτικού φωτός της ημέρας. Κάτω από αυτό το πρίσμα διαμορφώνει δύο ήρωες που εμπεριέχουν τόσο την ποιητικότητα όσο και τη βαρβαρότητα. Με μια γραφή που ακροβατεί μεταξύ ονειρικού και ρεαλιστικού λόγου, δημιουργεί ένα έργο που καυτηριάζει έντονα την ανωριμότητα των ανθρώπων όσον αφορά την επαφή με τους άλλους και τη σύνδεση με τις αρχέγονες ρίζες των ενστίκτων. Ένα έργο, όπου το αίσθημα της ανασφάλειας, που θεωρούν ότι τους προστατεύει, στην πραγματικότητα τους παροπλίζει, αφήνοντάς τους εκτεθειμένους στο δικό τους αχανές και άγνωστο δάσος.

Φορώντας την ξανθοκόκκινη περούκα και την αισθαντική γεμάτη περιέργεια φωνή της, η Δήμητρα Χατούπη επιβιβάζεται με επιτυχία στο τρένο της ονειροπόλας Ρουθ. Παράλληλα, κατανοώντας τη ματαιότητα και τη φθαρτότητα της σαρκικής σχέσης της ηρωίδας, αποδίδει με λεπτομέρεια τα ζοφερά στοιχεία της ύπαρξής της. Με λίγα λόγια, πρόκειται για μια ερμηνεία που δεν μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων, αλλά αντιμετωπίζει ως όλον τη Ρουθ, προσαρμοσμένη κάθε φορά στις ατμοσφαιρικές ανακατατάξεις του έργου. Ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος ως Νικ, περνώντας από την ανωριμότητα του εύθραυστου παιδιού στη χειριστικότητα του ενήλικα, καταθέτει μια ερμηνεία με κύριο άξονα την αβεβαιότητα μέσα σε μια σχέση που απαιτεί από αυτόν ουσιαστική συνδιαλλαγή του και όχι απλά την παρουσία του. Συσσωρεύοντας τις συναισθηματικές εκρήξεις του χαρακτήρα, στο δεύτερο μέρος, σκιαγραφεί μια εγωκεντρική φιγούρα, την οποία εξαγριώνει η έλλειψη προσοχής και η οποία καταρρέει συνειδητοποιώντας την αδυναμία της να συνυπάρξει λειτουργικά με κάποιον άλλον.

Η ρηξικέλευθη σκηνογραφία της Νίκης Ψυχογιού, απαρτιζόμενη από πλαστικά καλύμματα στα οποία περιέχονται εγκλωβισμένα τα ψήγματα πρασίνου, εστιάζει στους πνιγηρούς ρυθμούς της πόλης, που δεν επέτρεπαν έως τώρα στους δύο εραστές να εκδηλώσουν την καταπιεσμένη φύση τους. Κομβική στη δημιουργία της επιβλητικής ατμόσφαιρας είναι και η απαλή μουσική σύνθεση του Θοδωρή Αμπαζή, που αγκαλιάζεται εξαίσια από τη βελούδινη φωνή της Βάσιας Παππά.
Η ανάγνωση του Θοδωρή Αμπαζή καταφέρνει να κρατήσει στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης τις ισορροπίες μεταξύ του υπερβατικού και του ρεαλιστικού στοιχείου – εμμένοντας περισσότερο στο πρώτο. Δίνοντας χώρο στο διογκωμένο εγώ του Νικ και στον τρόμο της Ρουθ όσον αφορά την παροδικότητα της επιθυμίας, δημιουργεί σαφώς τα περιγράμματα του αδιεξόδου στο οποίο βρίσκονται οι χαρακτήρες, αλλά και της απέλπιδας προσπάθειας τους να συνδεθούν με τα αναμενόμενα άνισα αποτελέσματα. Επιπλέον, χρησιμοποιώντας τις ηχογραφήσεις τόσο της φωνής των ηρώων όσο και της μουσικής, προσδίδει μια γοητευτική ζεστασιά στο κείμενο, που μαγνητίζει το ενδιαφέρον του θεατή. Ζωτικής σημασίας στο συγκεκριμένο εγχείρημα είναι οι φωτισμοί του Γιώργου Αγιαννίτη, οι οποίοι εισάγουν από την πρώτη στιγμή τον θεατή στην ψευδαίσθηση των ηρώων, ενώ αποδεικνύονται εξαιρετικά εύστοχοι και στην απόδοση της ρευστότητας του ψυχισμού τους.
Σύνοψη
Η πολυδιάστατη γραφή του Μάμετ περιβάλλεται στοργικά από την ατμοσφαιρική μουσική σύνθεση και σκηνοθεσία του Θοδώρη Αμπαζή, αλλά και από τις δυναμικές ερμηνείες της Δήμητρας Χατούπη και του Δημήτρη Γκοτσόπουλου, σε έναν περίπατο στο απόκοσμο δάσος των ανθρώπινων σχέσεων.

Πηγή φωτογραφιών: ticketservices.gr
Πληροφορίες παράστασης: «Το Δάσος» του David Mamet, σε σκηνοθεσία Θοδωρή Αμπαζή στο Θέατρο ΕΛΕΡ
Διαβάστε περισσότερα
-
Μετά από 3 χρόνια παρουσιάσεων σε αρχαιολογικούς χώρους και θέατρα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, η παράσταση-σπουδή πάνω στο έργο και τη ζωή της Εύας Palmer Σικελιανού επιστρέφει από 15 Δεκεμβρίου στο θέατρο ΕΛΕΡ για 8 μόνο παραστάσεις.
-
Το έργο περιηγείται στα σκοτεινά υπόγεια μιας συνείδησης αναισθητοποιημένης από την προδοσία και τον πόνο, στο οποίο κατοικούν ναρκωμένοι, οι δαίμονες του μιαρού παρελθόντος. Ο Χένρικ Ίψεν γράφει για την υποκρισία μιας κοινωνίας που υπακούει τυφλά στους νόμους του συντηρητικού…
-
«Δαιμόνια κωμωδία ή βαθιά υπαρξιακό ψυχογράφημα της κοινωνίας;» είναι ένα ερώτημα στο οποίο θα κληθεί να απαντήσει ο θεατής μετά την παράσταση, πράγμα το οποίο επιτυγχάνεται μέσα από τη διασκευή που επιμελούνται ο Δήμητρης Λιόλιος και η Αναστασία Χατζάρα πάνω…




