«Καταρχάς, γιατί φτιάχνουμε μια κωμωδία γέλιου. Το «Merde!» έχει πολλά μεταστοιχεία. Όλοι οι ήρωες έχουν τα ονόματα των ηθοποιών που τους ερμηνεύουν και οι μορφές τους είναι διογκωμένες, γκροτέσκες. Μέσα στο κείμενο έχουν αφομοιωθεί γελοίες ατάκες που έχω πει εγώ ο ίδιος – και ατάκες που έχουμε ακούσει από δεκάδες άλλους στο ελληνικό θέατρο. Την ίδια ώρα, οι ήρωες είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας: Είναι οι φιλοδοξίες, οι ματαιώσεις, οι επιθυμίες, οι μανίες, η ανάγκη μας για κέρδος, οι οποίες μέσα σε αυτό το μαγικό χώρο του θεάτρου – όπως στο «Σώσε» – ζωντανεύουν. Πρωταγωνιστής είναι το θέατρο και η τέχνη, αλλά γίνεται μια αναλογία με την ίδια την ύπαρξη.» δηλώνει ο Γιώργος Κουτλής απαντώντας στην ερώτηση γιατί έχει ενδιαφέρον να γίνει μια παράσταση για ίδιο το θέατρο (monopoli.gr, Συνέντευξη: Στέλλα Χαραμή).

Παθιασμένοι θεατές, κουλτουριάρηδες και “λαϊκοί” ηθοποιοί, εγωκεντρικοί, παράλογοι σκηνοθέτες, αιμοσταγείς παραγωγοί, φαντασμένοι κριτικοί και πνεύματα μεγάλων μορφών του θεάτρου από το παρελθόν, αναζητώντας άλλοτε αποκούμπι, άλλοτε έναν άδειο καμβά έτοιμο να βαφτεί με τα πιο παρδαλά χρώματα και άλλοτε έναν τόπο λύτρωσης στο θέατρο, προσπαθούν να προσδιορίσουν τι είναι αυτό που τους οδηγεί κάτω από το σαγηνευτικό πέπλο της έκτης τέχνης. Είναι η ενδόμυχη ανάγκη για επικοινωνία, τα χρήματα ή η “τρέλα” του καλλιτέχνη;
Το αυτοσαρκαστικό «Merde!» του Suyako δημιουργεί μια αστεία κωμωδία με πινελιές μουσικού θεάτρου, αντλώντας υλικό από τα παρασκήνια της ελληνικής θεατρικής πραγματικότητας του σήμερα. Τοποθετώντας τους χαρακτήρες κάτω από τον μεγεθυντικό φακό της υπερβολής, δημιουργεί ένα γκροτέσκο θέαμα που κορυφώνεται εύστοχα σε μια στιγμή λυτρωτικής σιώπης. Ωστόσο, στην προσπάθειά του να συμπεριλάβει μια πληθώρα καταστάσεων και φαινομένων, καταφεύγει σε περιττές φλυαρίες, μένοντας αρκετές φορές στην επιφάνεια των πραγμάτων. Παράλληλα, η ρομαντική χροιά της γραφής του δεν βρίσκει τη θέση της σε μια παράσταση με αμιγώς σατιρική διάθεση, γεγονός που την καθιστά ξένη προς το υπόλοιπο σύνολο.

H χημεία και η ενέργεια των “Παιχτών” – Βασίλης Μαγουλιώτης, Γιάννης Νιάρρος, Ηλίας Μουλάς και Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος – φαίνεται ότι μεταδίδονται επιτυχώς και στα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Στο αθώο, λαϊκό πρόσωπο του κωμικού ηθοποιού Ηλία, ο Ηλίας Μουλάς δημιουργεί μια εύθραυστη και αστεία μέσα στην άγνοιά της περσόνα, που επιδιώκει απελπισμένα να μπει στα σαλόνια του δράματος. Ο Γιάννης Νιάρρος, συνδυάζοντας την ιδιάζουσα αλαζονεία του οραματιστή με το εγωκεντρικό, ανήσυχο πνεύμα του καλλιτέχνη, αποδίδει με σπιρτάδα τις αλλόκοτα μεταβαλλόμενες αποχρώσεις του “κουλτουριάρη” σκηνοθέτη Ιωάννη. Ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος στον ρόλο του νεότερου παραγωγού Αλέξανδρου, ενσωματώνοντας στην ερμηνεία του τόσο τον αυταρχισμό όσο και την αφέλεια, σκιαγραφεί με σαφήνεια τον χαρακτήρα ενός καιροσκόπου που στερείται κατάρτισης και γνώσης πάνω στο θεατρικό αντικείμενο. Ο Βασίλης Μαγουλιώτης, επιλέγοντας τη λιτότητα ως βασικό χαρακτηριστικό της ερμηνείας του, ενσαρκώνει με ευελιξία την οικεία φυσιογνωμία του “πολυτεχνίτη μάνατζερ”.
Ειδική μνεία αξίζουν, επιπλέον, και στις ερμηνείες της Λυδία Τζανουδάκη και του Νίκου Καραθάνου. Πιο αναλυτικά, φιλοξενώντας στο σώμα της ένα πλήθος χαρακτήρων – από την εναλλακτική ηθοποιό μέχρι την υστερική κριτικό θεάτρου – η Λυδία Τζανουδάκη καθιστά τη σκηνική της παρουσία έναν υποκριτικό άθλο, με κύριο γνώρισμα τον μοναδικό εσωτερικό ρυθμό που καταφέρνει να διατηρεί αδιάλειπτα καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Παράλληλα, η φιγούρα του πονηρού και αδίστακτου παραγωγού βρίσκει την απαιτούμενη θαλπωρή στην αφηνιασμένη και εκρηκτική ερμηνεία του Νίκου Καραθάνου. Τη ζωηρή ομάδα συμπληρώνουν ο Απόστολος Ψυχράμης, η Μαριαλένα Ηλία και ο Χρήστος Πούλος – Ρένεσης, οι οποίοι, παρόλο που κρατούν μικρότερους ρόλους, δεν υστερούν καθόλου ως προς τον ενθουσιασμό.

Κάτω από τη σβηστή φωτεινή επιγραφή της «Μπούκας» εκτείνεται η σκηνογραφική ιδέα του Πάρι Μέξη, η οποία περιλαμβάνει τρεις κύριους χώρους δράσης – το γραφείο της διεύθυνσης, τη σκηνή του θεάτρου και ένα μπαρ. Η λειτουργική αυτή προσέγγιση, αφήνοντας τον απαραίτητο χώρο στους ηθοποιούς, διατηρεί ταυτόχρονα ένα θετικό πρόσημο όσον αφορά τον τομέα της αισθητικής.
Εγγύτερα στα γρήγορα μοτίβα και την παιχνιδιάρικη κινησιολογία της οπτικής του Γιώργου Κουτλή, κινείται η σκηνοθετική προσέγγιση του προαναφερθέντος και του Βασίλη Μαγουλιώτη. Εδώ, η καταλυτική συμβολή του τελευταίου φαίνεται πιο έντονα στην υπερτόνιση της ιδιορρυθμίας κάθε προσωπικότητας, καθώς και στην ενίσχυση του αυθορμητισμού, που δένει απόλυτα με τους ρυθμούς του Κουτλή. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, ενδυναμώνεται ο αυτοσαρκασμός, που αποτελεί και τον πυρήνα του έργου.
Σύνοψη
Η αναβλύζουσα ενέργεια της ομάδας των ηθοποιών και οι ταχείς ρυθμοί της σκηνοθεσίας των Γιώργου Κουτλή και Βασίλη Μαγουλιώτη αντισταθμίζουν τις συγγραφικές αδυναμίες του Suyako, μαγνητίζοντας τα βλέμματα των θεατών σε μια παράσταση για τα παρασκήνια της ελληνικής θεατρικής πραγματικότητας.

Πηγή φωτογραφιών: athinorama.gr
Πληροφορίες παράστασης: «Merde!» του Suyako, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή και Βασίλη Μαγουλιώτη στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Διαβάστε περισσότερα
-
Ο Ερμής Περιστέρης και ο Σπύρος Ασημένιος – που επιμελήθηκαν τη δραματουργία και την έρευνα – με επίκεντρο τέσσερις αληθινές ιστορίες ανθρώπων από τους βομβαρδισμούς της 11ης Ιανουαρίου του 1944 στον Πειραιά, δημιουργούν ένα κομμάτι ζωντανής συλλογικής μνήμης. Προφορικές μαρτυρίες,…
-
Η παράσταση «Άκου μικρέ, ο Πειραιάς βομβαρδίστηκε», σε σκηνοθεσία Ερμή Περιστέρη, για 7 ακόμα παραστάσεις στην Σκηνή Ωμέγα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά.
-
Η Μαίρη Μαραγκουδάκη συνθέτει σε μία ενιαία παράσταση με θέμα την γυναικεία κακοποίηση μέσα από την τοξική αρρενωπότητα, τα μονόπρακτα του Θράσου Καμινάκη και της Έφης Φλωτσίου




