Φάουστ | Κριτική Θεάτρου

3–4 λεπτά

Βαθμολογία: 3.5 από 5.

Αφοσιωμένος στο μυσταγωγικό και το αρχέγονο, ο Άρης Μπινιάρης δημιουργεί άλλη μια παράσταση που κρατά τον πήχη της αισθητικής ψηλά. Ο Μπινιάρης καθίζει τον σύγχρονο άνθρωπο στο ανάκλιντρο του ψυχαναλυτή, προτρέποντας τον να παραδοθεί σε όσα δεν τολμά το συνειδητό και οργιάζουν στο ασυνείδητο. Σε αυτήν την κατάδυση στην άβυσσο, ο Φάουστ – ο κεντρικός χαρακτήρας του έργου – θα κληθεί να αφεθεί σε μια λαμπερή παρέλαση όπου οι φόβοι, οι ενοχές, τα ζωώδη ένστικτα και η άσβεστη σαρκική επιθυμία θα τον οδηγήσουν σε μια νέα θεώρηση του κόσμου,του οποίου ο άξονας κινείται γύρω από τη φράση “Ζήσε”. Μια φράση που θα θέσει την αφετηρία μιας αέναης αναζήτησης για τον Φάουστ και θα προσφέρει στον θεατή την αναμενόμενη ψυχική ανάταση. Έμμετρος λόγος και σουρεαλιστικοί διάλογοι οριοθετούν σαφώς τα περιγράμματα της αιθέριας φύσης των ηρώων, οι οποίοι αναδύονται από εκείνο το κλειδωμένο για χρόνια πορτάκι του νου, διατηρώντας τόσο το φαρσικό όσο και το ενδοσκοπικό πνεύμα του πρωτότυπου. Με λίγα λόγια, δημιουργεί μια αφαιρετική εκδοχή του “Φάουστ” του Γκαίτε, αφήνοντας τα περισσότερα να ειπωθούν μέσα από το οπτικό και κινησιολογικό σύνολο της παράστασης.

© Χρήστος Συμεωνίδης / ΚωνσταντίναΤάκαλου

Από σκηνοθετικής σκοπιάς, αντλώντας από τα βάθη μιας πρωτόγονης ιεροτελεστίας, αφήνει τον υποταγμένο, στην ηθική της άρχουσας τάξης του Θεού, άνθρωπο, έρμαιο στην λύσσα μιας βλάσφημης ύπαρξης που διψά για ζωή. Επικεντρωμένος στη δύναμη της οπτικής καλαισθησίας της παράστασης, δίνει χώρο στην σωματικότητα, η οποία κατορθώνει, εν μέρει, να μιλήσει για τα θεμέλια μιας ανθρώπινης ψυχής που αναζητά να απελευθερωθεί από τα δεσμά μιας πουριτανής κοινωνίας. Αυτό έχει ως συνέπεια, τον παραγκωνισμό του λόγου – όχι τόσο από την εικόνα αλλά από την ένταση της μουσικής – γεγονός το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τον ψυχογραφικό πυρήνα του έργου. Στα μελανά σημεία της σκηνοθεσίας, συγκαταλέγονται και οι αμήχανες παύσεις της αρχής, πίσω από τις οποίες απουσιάζει η σκοπιμότητα, στοιχείο που τις καθιστά επιβαρυντικές ως προς την ολοκλήρωση του νοήματος του λόγου και, κατ’ επέκταση, ως προς την κατανόηση του κειμένου.

© Χρήστος Συμεωνίδης / Ιωάννα Μαυρέα

Το άρτιο αισθητικά περιβάλλον συμπληρώνουν οι χορογραφίες της Φαίδρας Νταϊόγλου, εμπνευσμένες από τα ζωώδη ένστικτα, και εκτελεσμένες με αξιοσημείωτο συγχρονισμό από τα μέλη του θιάσου. Η ιδιαίτερη σκηνογραφία και τα κοστούμια του Πάρι Μέξη οικοδομούν ένα περιβάλλον σχεδόν εφιαλτικό – βγαλμένο από κάποια φάρσα ή κάποια θεϊκή δοκιμασία. Αρμονικά έρχεται να κουμπώσει και ο άλλοτε τελετουργικός, άλλοτε απειλητικός και άλλοτε λυτρωτικός χαρακτήρας της μουσικής του Τζέφ Βάγγερ.

© Χρήστος Συμεωνίδης / Μιχάλης Βαλάσογλου, Άρης Νινίκας, Γιλμάζ Χουσμέν και Ειρήνη Τσέλλου

Επιλεγείς για να ενσαρκώσει τον καίριο ρόλο του Φάουστ, ο Μιχάλης Βαλάσογλου τόσο σωματικά όσο και φωνητικά δημιουργεί έναν χαρακτήρα διστακτικό μπροστά στο χάος της ύπαρξης που προσπαθεί να απεγκλωβιστεί από το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας· έναν άνθρωπο που αναζητά αγωνιωδώς έναν “δάσκαλο της ζωής”. Στη δαιμόνια μορφή του Εωσφόρου, ο Άρης Νινίκας μέσω των κινησιολογικών μοτίβων που υιοθετεί, φέρει επί σκηνής από τη μία το μοχθηρό και από την άλλη το φαρσικό πρόσωπο του ήρωα, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως πόλος λογικής και λύτρωσης. Η Νάντια Κατσούρα, διατηρώντας τη λεπτεπίλεπτη και σαγηνευτική υπόσταση της Μαργαρίτας, έρχεται να αποκαταστήσει την ισορροπία πνεύματος και σώματος του Φάουστ, ως σύμβολο μιας μανιασμένης σαρκικής επιθυμίας. Από τις ξέφρενες εικόνες του ασυνειδήτου, ξεχωρίζουν ακόμα η Κωνσταντίνα Τάκαλου ως κορυφαίος φόβος – πάντα συνεπής σε ό,τι αναλαμβάνει – καθώς και ο Γιλμάζ Χουσμέν με την Ειρήνη Τσέλλου ως ακόλουθοι του Εωσφόρου. Την ερμηνευτική ομάδα συμπληρώνουν οι Μπάμπης Γαλιατσάτος, Ηλέκτρα Καρτάνου, Μάριος Κρητικόπουλος, Μαριάννα Μαθιά, Μαρία Μαντά, Ιωάννα Μαυρέα, Λένα Μποζάκη, Βασίλης Παπαδόπουλος, Στέφανος Πίττας και Αλεξάνδρα Χασάνι.

© Χρήστος Συμεωνίδης / Άρης Νινίκας και Μπάμπης Γαλιατσάτος

Συμπέρασμα


Ο Άρης Μπινιάρης επικεντρωμένος στην αρτιότητα του εικαστικού μέρους της παράστασης που αναδεικνύει εν μέρει τον ψυχαναλυτικό χαρακτήρα του έργου, πολλές φορές επισκιάζει το στοιχείο του λόγου – απαραίτητο για την ανάδειξη των βαθύτερων πτυχών του πρωτότυπου. Υπηρετώντας αυτή τη φόρμα, οι ηθοποιοί ανταποκρίνονται με συνέπεια τόσο στο απαιτητικό κινησιολογικά όσο και στο ερμηνευτικό κομμάτι.

© Χρήστος Συμεωνίδης / Μιχάλης Βαλάσογλου και Νάντια Κατσούρα

Πηγή φωτογραφιών: n-t.gr