Βρυκόλακες | Κριτική Θεάτρου

2–3 λεπτά

Βαθμολογία: 3 από 5.

Το έργο περιηγείται στα σκοτεινά υπόγεια μιας συνείδησης αναισθητοποιημένης από την προδοσία και τον πόνο, στα οποία κατοικούν ναρκωμένοι, οι δαίμονες του μιαρού παρελθόντος. Ο Χένρικ Ίψεν γράφει για την υποκρισία μιας κοινωνίας που υπακούει τυφλά στους νόμους του συντηρητικού κλήρου και της λαϊκής δεισιδαιμονίας – μιας κοινωνίας που στιγματίζει όποιον παρεκκλίνει από το κραταιό ηθικό πρότυπο. Παράλληλα, καταπιάνεται με το αμφιλεγόμενο και ριψοκίνδυνο για την εποχή, θέμα της ευθανασίας, γεγονός που σε πρώτο χρόνο έκανε το έργο να χαρακτηρισθεί αιρετικό. Με γραφή αινιγματική και σκοτεινή, ο Ίψεν σκιαγραφεί γλαφυρά ένα περιβάλλον, που δεν αρκείται σε βεβαιότητες αλλά αφήνει αιχμές για τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες και την συναισθηματική αναπηρία των ηρώων.

Η σκέψη γύρω από το ποια θα υποδυθεί την κυρία Άλβινγκ αποτελεί το πρώτο μέλημα ενός τέτοιου εγχειρήματος. Στην προκειμένη περίπτωση, και με βάση το τελικό αποτέλεσμα, προκύπτει ότι η επιλογή της Ασπασίας Κράλλη δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Πιο συγκεκριμένα, η ερμηνεία της δεν καταφέρνει να διεισδύσει ούτε στο ψυχολογικό αδιέξοδο ούτε στις συναισθηματικές εξάρσεις της πολυδιάστατης ηρωίδας. Στον αντίποδα, ο Φίλιππος Σοφιανός, φορώντας το μανδύα του αυστηρού συντηρητισμού, σκιαγραφεί με δωρικότητα την επιβλητική φιγούρα του Πάστορα Μάντερς. Ο Μιχάλης Καλαμπόκης, ενσωματώνοντας στην ερμηνεία του τον νεανικό παρορμητισμό και την ευθραυστότητα του καλλιτέχνη που φέρει ο Όσβαλντ, συνθέτει έναν χαρακτήρα του οποίου τα νημάτια της ελπίδας διαρρηγνύονται βίαια από τη συνειδητοποίηση της επικείμενης οδύνης. Ο Νίκος Παντελίδης, συσσωρεύοντας την πονηριά στο βλέμμα του και υιοθετώντας την κινησιολογία ενός άκακου ηλικιωμένου, ενσαρκώνει πιστά τον ρόλο του Ένγκστραντ. Η Ερατώ Πίσση μεταμορφώνεται σε μια αποφασιστική και χαριτωμένηΡεγγίνα – μια νέα γυναίκα που προσπαθεί απεγνωσμένα να αποδράσει από την αρρώστια του σπιτιού.

© Πέτρος Πουλόπουλος / Ολόκληρη η ερμηνευτική ομάδα επί σκηνής

Η σκηνοθετική ματιά του Κοραή Δαμάτη, κατανοώντας τον μοιραίο χαρακτήρα των γεγονότων αλλά και την υπαινικτική ατμόσφαιρα του έργου, καταφέρνει να χαρτογραφήσει με συνέπεια την περιοχή της πληγής των ηρώων. Ζωτικής σημασίας αποδεικνύεται η προσήλωση του όχι μόνο στους εγγενείς συμβολισμούς του πρωτότυπου όσο και σε εκείνους που εισάγει ο ίδιος – χαρακτηριστικό παράδειγμα η καθήλωση της κυρίας Άλβινγκ σε αναπηρική καρέκλα, μια επιλογή που αναδεικνύει την υπεράνθρωπη προσπάθεια της μητέρας να ανταποκριθεί στην ύστατη επιθυμία του γιου της. Η Άννα Μαχαιριανάκη, θέτοντας στο κέντρο της λιτής σκηνογραφίας της το έντονο κόκκινο χρώμα, προοικονομεί την τραγική κατάληξη της παρτίδας. Στο ίδιο πνεύμα με το υφέρπων κλίμα απειλής κινούνται και τα μουσικά μοτίβα της Δήμητρας Γαλάνη.

Συμπέρασμα


Ο Κοραής Δαμάτης σκηνοθετεί μια ατμοσφαιρική παράσταση που δεν καταφέρνει να ξεχωρίσει λόγω της αδύναμης απόδοσης του πρωταγωνιστικού γυναικείου ρόλου.

Πηγή φωτογραφιών: ticketservices.gr