Κακά Σκηνικά | Κριτική Θεάτρου

2–3 λεπτά

Βαθμολογία: 2 από 5.

Σε μια προσπάθεια να εισαγάγει κάτι καινούριο στο επιθεωρησιακό είδος, η νέα συγγραφική απόπειρα του Γιάννη Αποσκίτη εγκλωβίζεται στην αγωνία της να θίξει μια πληθώρα θεμάτων της επικαιρότητας. Κλιματική αλλαγή, υπερτουρισμός, ακρίβεια, διαφθορά, αστυνομική βία, κάθοδος της αριστεράς και πολιτική συγκάλυψη αποτελούν μερικούς από τους θεματικούς πυλώνες γύρω από τους οποίους κινούνται οι συγγραφικές του ανησυχίες. Παγιδευμένος στον διδακτισμό και σε μια φιλολαϊκή ρητορική, η ανάγκη του να καυτηριάσει τις κοινωνικές παθογένειες επισκιάζει το ζητούμενο του γέλιου, αφοπλίζοντας έτσι το βασικό στοιχείο της σάτιρας. Με την αμηχανία να κυριαρχεί επί σκηνής, η παράσταση μετατρέπεται σε ένα χλιαρό θέαμα, που δεν κατορθώνει να συγκρατήσει την προσοχή μας. Παράλληλα, το αφηρημένο στοιχείο ορισμένων διαλόγων και η έλλειψη σύνδεσης μεταξύ των σκετς (εξαιρουμένης της σύνδεσης αρχής και τέλους), δεν καταφέρνουν να μεταδώσουν ουσιαστικά τους προβληματισμούς του συγγραφέα, οδηγώντας ταυτόχρονα σε μία διαρκή σύγχυση.

© Κάρολ Γιάρεκ / Πανάγος Ιωακείμ, Δρόσος Σκώτης, Κώστας Φιλίππογλου, Κλέων Γρηγοριάδης

Μέσα σε ένα παρακμιακό θεατράκι, στο βάθος του οποίου στεγάζεται ένα λαϊκό καφενεδάκι, (Σκηνικά: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης) αποφασίζει να μας παρουσιάσει τα «κακά σκηνικά» ο Σίμος Κακάλας. Ένα μείγμα ρεαλισμού και σουρεαλισμού βρίσκεται στο επίκεντρο της σκηνοθετικής του προσέγγισης, η οποία όμως μοχθεί – εις μάτην – να αναδείξει το σατιρικό στοιχείο. Στο πλαίσιο της υπερβολής εντάσσονται αρμονικά και τα φανταχτερά κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ. Ζωτικής σημασίας στην ανεπιτυχή έκβαση του εγχειρήματος είναι η απουσία του σπιρτόζικου ρυθμού που απαιτεί η κωμωδία. Φωτεινή εξαίρεση όσον αφορά τον ρυθμό, αποτελεί το νούμερο με τα συνεχόμενα χαστούκια, το οποίο είναι το μόνο που καταφέρνει να δώσει την απαραίτητη σπιρτάδα στην παράσταση.

© Κάρολ Γιάρεκ / Δρόσος Σκώτης

Με την κωμική αίγλη που διαθέτει και φυσικά αυτόν τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο δίνει την ατάκα στο κοινό, ο Άντωνης Καφετζόπουλος ανατρέπει ως ένα βαθμό το κλίμα αβεβαιότητας, προσδίδοντας μια αιχμηρή αμεσότητα στον χαρακτήρα που καλείται να ενσαρκώσει. Παράλληλα, από τη σκηνική ευφυΐα του Κώστα Φιλίππογλου απορρέει όλη η ζωηράδα της δράσης. Ο τελευταίος όχι μόνο ανταποκρίνεται άριστα στα καθήκοντά του, αλλά δίνει και το σωστό tempo και στους υπόλοιπους όσο είναι παρών στην σκηνή. Ο Σίμος Κακάλας, ο Δρόσος Σκώτης, ο Κλέων Γρηγοριάδης και ο Πανάγος Ιωακείμ ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στους ρόλους τους. Η ερμηνεία του Γιάννη Στάνκογλου φλερτάρει με μια υπερβολή, η οποία πηγάζει από την επιτήδευση που χαρακτηρίζει τα νούμερα που του ανατίθενται. Ο Κωνσταντίνος Κοντογεωργόπουλος, με την έντονη κινητικότητα και την αφύσικη ροή της ομιλίας του, δημιουργεί μια αμήχανη, υπερκινητική φιγούρα.

© Κάρολ Γιάρεκ / Πανάγος Ιωακείμ, Αντώνης Καφετζόπουλος, Δρόσος Σκώτης, Κώστας Φιλίππογλου, Κλέων Γρηγοριάδης, Σίμος Κακάλας

Συμπέρασμα


Οι δημιουργικές προθέσεις του Γιάννη Αποσκίτη δεν κατορθώνουν να μετουσιωθούν σε ένα συνεκτικό θεατρικό αποτέλεσμα. Παρ’ όλη την προσπάθεια των ερμηνευτών – με τους Αντώνη Καφετζόπουλο και Κώστα Φιλίππογλου να ξεχωρίζουν – υπερισχύουν η έλλειψη ρυθμού και ο διδακτισμός, οδηγώντας στην διαμόρφωση μιας αμήχανης παράστασης.

© Κάρολ Γιάρεκ / Πανάγος Ιωακείμ, Αντώνης Καφετζόπουλος, Δρόσος Σκώτης, Κώστας Φιλίππογλου, Κλέων Γρηγοριάδης, Σίμος Κακάλας

Πηγή φωτογραφιών: aefestival.gr