Χαμένη Άνοιξη | Κριτική Θεάτρου

2–3 λεπτά

Βαθμολογία: 3 από 5.

Θέατρο και λογοτεχνία συνυφαίνονται σε έναν δυναμικό διάλογο στην παράσταση “Χαμένη Άνοιξη” του Θεάτρου Πορεία. Η ύστατη δημιουργία του συγγραφέα οπτικοποιεί, μέσα από τις ιστορίες απλών καθημερινών ανθρώπων, το αίσθημα αβεβαιότητας και οργής που επικρατούσε από τις 4 έως τις 23 Ιουλίου
του 1965. Η δράση κορυφώνεται με την ελπίδα να ανατέλλει ολόλαμπρη στην κηδεία του Σωτήρη Πέτρουλα, κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά της τον παλμό της αλληλεγγύης και της συλλογικότητας του λαού. Εστιάζοντας στην πολιτική και κοινωνική διάσταση του μυθιστορήματος του Στρατή Τσίρκα και διατηρώντας σε μεγάλο βαθμό το αφηγηματικό στοιχείο, ο Άρης Λάσκος, που αναλαμβάνει την μεταγραφή του βιβλίου, από την μία να αποτυπώνει γλαφυρά το κλίμα της εποχής, από την άλλη περιορίζει σημαντικά την θεατρικότητα. Το μη επαρκώς ανεπτυγμένο διαλογικό στοιχείο καθιστά σε σημεία το κείμενο δύσκαμπτο, εγκλωβίζοντάς το σε μια επίπεδη εξιστόρηση, η οποία ωστόσο διασώζεται από την ιδιαιτερότητα της γραφής του Τσίρκα.

© Μαρίζα Καψαμπέλη / Δημήτρης Πασσάς


Ο Βαλάντης Φράγκος, αξιοποιώντας έξυπνα το λιτό αλλά ευέλικτο σκηνικό (Ζωή Μολυβδά Φαμέλλη) και ο ζεστός φωτισμός (Τάσος Παλαιορούτα), παραδίδει στα χέρια του θεατή την άκρη του νήματος, αφήνοντας τη φαντασία ελεύθερη να συμπληρώσει τα υπόλοιπα κενά του πλαισίου μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται η δράση. Κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση της κατάλληλης ατμόσφαιρας παίζει και η προβολή βίντεο από γεγονότα της συγκεκριμένης περιόδου. Παράλληλα, η διακριτικότητα με την οποία η σκηνοθεσία του ανασύρει στην επιφάνεια τη συναισθηματική φόρτιση του κειμένου στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, ενισχύει την συγκίνηση που απορρέει από το φως και την αισιοδοξία του φινάλε. Παρ’ όλα αυτά, το πλήθος των διαδοχικά εκφερομένων μονολόγων, σε συνδυασμό με τη μειωμένη σκηνική αλληλεπίδραση μεταξύ των ηθοποιών και την απεύθυνση κυρίως στο κοινό, αποδυναμώνει τη σύνδεση των ιστοριών μεταξύ τους, οδηγώντας ταυτόχρονα σε στιγμές αμηχανίας.

© Μαρίζα Καψαμπέλη / Συμεών Τσακίρης & Ελένη Ζαραφίδου

Στη συγκίνηση της παράστασης συνεισφέρει σημαντικά η ενωμένη ομάδα των ηθοποιών. Ο Δημήτρης Πασσάς, ως Ανδρέας, ενσωματώνοντας το διαρκές δίλημμα – που υψώνεται επιβλητικό μπροστά στις άμυνες του ήρωα – τόσο στην κίνηση όσο και στον λόγο του, μεταμορφώνεται από μια αισιόδοξη φιγούρα σε έναν άνθρωπο που βλέπει σταδιακά τις βεβαιότητες να καταρρέουν. Η Ελένη Ζαραφίδου ενσαρκώνει μια Φλώρα ευαίσθητη, παρορμητική και εκρηκτική· μια γυναίκα που, παραδομένη πολλές φορές στην φιλαρέσκεια της, υποκύπτει στην γοητεία του δικού της προσωπικού σύμπαντος, αψηφώντας την απτή πραγματικότητα.

© Μαρίζα Καψαμπέλη / Δημήτρης Πασσάς & Άρης Λάσκος

Το δίπολο Ανδρέας – Φλώρα περιβάλλουν εξαιρετικά: ο Άρης Λάσκος, που δημιουργεί εύστοχα μια λαϊκή φιγούρα με αντισυμβατικό προφίλ ως Κακομοίρας· η Γιούλη Τσαγκαράκη που υπηρετεί με αυθεντικότητα τους διάφορους ρόλους που καλείται να ερμηνεύσει, με κύριο αυτόν της θείας του Ανδρέα· η Καλλιόπη Παναγιωτίδου, στον ρόλο της παθιασμένης, επαναστατικής φοιτήτριας Ματθίλδης· και ο Συμεών Τσακίρης, ο οποίος ανταποκρίνεται με ζωηράδα στην απόδοση των ρόλων που αναλαμβάνει.

© Μαρίζα Καψαμπέλη / Ελένη Ζαραφίδου

Συμπέρασμα


Η ζωντάνια των ερμηνειών, σε συνδυασμό με την έξυπνη σκηνοθετική διαχείριση των σκηνικών και των φωτισμών, αντισταθμίζει την ακαμψία του κειμένου και τη μειωμένη σκηνική αλληλεπίδραση, σε μια παράσταση που κινητοποιεί την φαντασία του θεατή και αποδίδει το κλίμα της Αθήνας του 1965.

© Μαρίζα Καψαμπέλη / Άρης Λάσκος, Γιούλη Τσαγκαράκη & Ελένη Ζαραφίδου

Την παράσταση παρακολουθήσαμε στο Θέατρο Πορεία στις 17 Οκτωβρίου.